barrage

Αγγλικά (en)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈbæɹɑːʒ/ (βρετανικό)
ΔΦΑ : /bəˈɹɑːʒ/ (ΗΠΑ)
 

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
barrage barrages

barrage (en)

  1. το φράγμα, το τεχνητό εμπόδιο, πχ σ' ένα ποτάμι
  2. το οδόφραγμα
  3. το μπαράζ βολών πυροβολικού για να προστατευθούν τα οικεία στρατεύματα
  4. η ομοβροντία
  5. (μεταφορικά) καταιγισμός
    barrage of information - καταιγισμός πληροφοριών
  6. (αθλητισμός) ο αγώνας μπαράζ



Γαλλικά (fr)

Προφορά

ΔΦΑ : /ba.ʁaʒ/
 

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
barrage barrages

barrage (fr) αρσενικό

  1. το φράγμα
  2. το μπλόκο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.