barrage
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| barrage | barrages |
barrage (en)
- το φράγμα, το τεχνητό εμπόδιο, πχ σ' ένα ποτάμι
- το οδόφραγμα
- το μπαράζ βολών πυροβολικού για να προστατευθούν τα οικεία στρατεύματα
- η ομοβροντία
- (μεταφορικά) καταιγισμός
- ↪ barrage of information - καταιγισμός πληροφοριών
- (αθλητισμός) ο αγώνας μπαράζ
Γαλλικά (fr)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ba.ʁaʒ/
- ⓘ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.