απανωτός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απανωτός η απανωτή το απανωτό
      γενική του απανωτού της απανωτής του απανωτού
    αιτιατική τον απανωτό την απανωτή το απανωτό
     κλητική απανωτέ απανωτή απανωτό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απανωτοί οι απανωτές τα απανωτά
      γενική των απανωτών των απανωτών των απανωτών
    αιτιατική τους απανωτούς τις απανωτές τα απανωτά
     κλητική απανωτοί απανωτές απανωτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

απανωτός < απάνω + -τός

Επίθετο

απανωτός, -ή, -ό

  1. που βρίσκεται πάνω από άλλον ο οποίος, επίσης βρίσκεται πάνω από άλλον
  2. που συμβαίνει συνέχεια και χωρίς διακοπή
    ακούστηκαν απανωτές εκρήξεις
    μας φόβισαν εκείνοι οι απανωτοί θόρυβοι
     συνώνυμα: αδιάκοπος, αλλεπάλληλος
     αντώνυμα: διακεκομμένος, σποραδικός

Παράγωγα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.