απανωτός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | απανωτός | η | απανωτή | το | απανωτό |
| γενική | του | απανωτού | της | απανωτής | του | απανωτού |
| αιτιατική | τον | απανωτό | την | απανωτή | το | απανωτό |
| κλητική | απανωτέ | απανωτή | απανωτό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | απανωτοί | οι | απανωτές | τα | απανωτά |
| γενική | των | απανωτών | των | απανωτών | των | απανωτών |
| αιτιατική | τους | απανωτούς | τις | απανωτές | τα | απανωτά |
| κλητική | απανωτοί | απανωτές | απανωτά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
απανωτός, -ή, -ό
- που βρίσκεται πάνω από άλλον ο οποίος, επίσης βρίσκεται πάνω από άλλον
- που συμβαίνει συνέχεια και χωρίς διακοπή
- ακούστηκαν απανωτές εκρήξεις
- μας φόβισαν εκείνοι οι απανωτοί θόρυβοι
- ≈ συνώνυμα: αδιάκοπος, αλλεπάλληλος
- ≠ αντώνυμα: διακεκομμένος, σποραδικός
Παράγωγα
- απανωτά (επίρρημα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.