ανακαταγραφή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανακαταγραφή οι ανακαταγραφές
      γενική της ανακαταγραφής των ανακαταγραφών
    αιτιατική την ανακαταγραφή τις ανακαταγραφές
     κλητική ανακαταγραφή ανακαταγραφές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ανακαταγραφή < ανακαταγράφω +

Ουσιαστικό

ανακαταγραφή θηλυκό

  • η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του ανακαταγράφω
      Ωστόσο, σύμφωνα με τις πληροφορίες, ο Περισσός έχει αποφασίσει να αξιοποιήσει την εμπειρία αυτή και έτσι προωθεί την ιδέα της ανακαταγραφής όλων των κομματικών δυνάμεων, η οποία θα δρομολογείται με απόφαση του συνεδρίου και η Κεντρική Επιτροπή θα καθορίζει τους όρους και τις προθεσμίες διεξαγωγής της.', (εφ. Το Βήμα, 9/12/2012)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.