ακατάγραφτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ακατάγραφτος | η | ακατάγραφτη | το | ακατάγραφτο |
| γενική | του | ακατάγραφτου | της | ακατάγραφτης | του | ακατάγραφτου |
| αιτιατική | τον | ακατάγραφτο | την | ακατάγραφτη | το | ακατάγραφτο |
| κλητική | ακατάγραφτε | ακατάγραφτη | ακατάγραφτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ακατάγραφτοι | οι | ακατάγραφτες | τα | ακατάγραφτα |
| γενική | των | ακατάγραφτων | των | ακατάγραφτων | των | ακατάγραφτων |
| αιτιατική | τους | ακατάγραφτους | τις | ακατάγραφτες | τα | ακατάγραφτα |
| κλητική | ακατάγραφτοι | ακατάγραφτες | ακατάγραφτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Συγγενικά
- ακατάγραφτα
- → δείτε τις λέξεις καταγράφω, κατά και γράφω
Μεταφράσεις
ακατάγραφτος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.