αναγράφω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αναγράφω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀναγράφω[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.naˈɣɾa.fo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐να‐γρά‐φω
Ρήμα
αναγράφω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αναγράφω | ανέγραφα | θα αναγράφω | να αναγράφω | αναγράφοντας | |
| β' ενικ. | αναγράφεις | ανέγραφες | θα αναγράφεις | να αναγράφεις | ανάγραφε | |
| γ' ενικ. | αναγράφει | ανέγραφε | θα αναγράφει | να αναγράφει | ||
| α' πληθ. | αναγράφουμε | αναγράφαμε | θα αναγράφουμε | να αναγράφουμε | ||
| β' πληθ. | αναγράφετε | αναγράφατε | θα αναγράφετε | να αναγράφετε | αναγράφετε | |
| γ' πληθ. | αναγράφουν(ε) | ανέγραφαν αναγράφαν(ε) |
θα αναγράφουν(ε) | να αναγράφουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ανέγραψα | θα αναγράψω | να αναγράψω | αναγράψει | ||
| β' ενικ. | ανέγραψες | θα αναγράψεις | να αναγράψεις | ανάγραψε | ||
| γ' ενικ. | ανέγραψε | θα αναγράψει | να αναγράψει | |||
| α' πληθ. | αναγράψαμε | θα αναγράψουμε | να αναγράψουμε | |||
| β' πληθ. | αναγράψατε | θα αναγράψετε | να αναγράψετε | αναγράψτε | ||
| γ' πληθ. | ανέγραψαν αναγράψαν(ε) |
θα αναγράψουν(ε) | να αναγράψουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αναγράψει | είχα αναγράψει | θα έχω αναγράψει | να έχω αναγράψει | ||
| β' ενικ. | έχεις αναγράψει | είχες αναγράψει | θα έχεις αναγράψει | να έχεις αναγράψει | έχε αναγραμμένο | |
| γ' ενικ. | έχει αναγράψει | είχε αναγράψει | θα έχει αναγράψει | να έχει αναγράψει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αναγράψει | είχαμε αναγράψει | θα έχουμε αναγράψει | να έχουμε αναγράψει | ||
| β' πληθ. | έχετε αναγράψει | είχατε αναγράψει | θα έχετε αναγράψει | να έχετε αναγράψει | έχετε αναγραμμένο | |
| γ' πληθ. | έχουν αναγράψει | είχαν αναγράψει | θα έχουν αναγράψει | να έχουν αναγράψει | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
| Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) αναγραμμένο | |||||
| Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) αναγραμμένο | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) αναγραμμένο | |||||
| Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) αναγραμμένο | |||||
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αναγράφομαι | αναγραφόμουν(α) | θα αναγράφομαι | να αναγράφομαι | αναγραφόμενος | |
| β' ενικ. | αναγράφεσαι | αναγραφόσουν(α) | θα αναγράφεσαι | να αναγράφεσαι | αναγράφου | |
| γ' ενικ. | αναγράφεται | αναγραφόταν(ε) | θα αναγράφεται | να αναγράφεται | ||
| α' πληθ. | αναγραφόμαστε | αναγραφόμαστε αναγραφόμασταν |
θα αναγραφόμαστε | να αναγραφόμαστε | ||
| β' πληθ. | αναγράφεστε | αναγραφόσαστε αναγραφόσασταν |
θα αναγράφεστε | να αναγράφεστε | αναγράφεστε | |
| γ' πληθ. | αναγράφονται | αναγράφονταν αναγραφόντουσαν |
θα αναγράφονται | να αναγράφονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αναγράφηκα | θα αναγραφώ | να αναγραφώ | αναγραφεί | ||
| β' ενικ. | αναγράφηκες | θα αναγραφείς | να αναγραφείς | αναγράψου | ||
| γ' ενικ. | αναγράφηκε | θα αναγραφεί | να αναγραφεί | |||
| α' πληθ. | αναγραφήκαμε | θα αναγραφούμε | να αναγραφούμε | |||
| β' πληθ. | αναγραφήκατε | θα αναγραφείτε | να αναγραφείτε | αναγραφείτε | ||
| γ' πληθ. | αναγράφηκαν αναγραφήκαν(ε) |
θα αναγραφούν(ε) | να αναγραφούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω αναγραφεί | είχα αναγραφεί | θα έχω αναγραφεί | να έχω αναγραφεί | αναγραμμένος | |
| β' ενικ. | έχεις αναγραφεί | είχες αναγραφεί | θα έχεις αναγραφεί | να έχεις αναγραφεί | ||
| γ' ενικ. | έχει αναγραφεί | είχε αναγραφεί | θα έχει αναγραφεί | να έχει αναγραφεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε αναγραφεί | είχαμε αναγραφεί | θα έχουμε αναγραφεί | να έχουμε αναγραφεί | ||
| β' πληθ. | έχετε αναγραφεί | είχατε αναγραφεί | θα έχετε αναγραφεί | να έχετε αναγραφεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν αναγραφεί | είχαν αναγραφεί | θα έχουν αναγραφεί | να έχουν αναγραφεί | ||
Αναφορές
- αναγράφω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.