κατάγραφος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κατάγραφος | η | κατάγραφη | το | κατάγραφο |
| γενική | του | κατάγραφου | της | κατάγραφης | του | κατάγραφου |
| αιτιατική | τον | κατάγραφο | την | κατάγραφη | το | κατάγραφο |
| κλητική | κατάγραφε | κατάγραφη | κατάγραφο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κατάγραφοι | οι | κατάγραφες | τα | κατάγραφα |
| γενική | των | κατάγραφων | των | κατάγραφων | των | κατάγραφων |
| αιτιατική | τους | κατάγραφους | τις | κατάγραφες | τα | κατάγραφα |
| κλητική | κατάγραφοι | κατάγραφες | κατάγραφα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /kaˈta.ɣɾa.fos/
Επίθετο
κατάγραφος, -η, -ο
- που όλη η επιφάνειά του είναι γραμμένη ή ζωγραφισμένη
- ναός κατάγραφος (με αγιογραφίες)
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
κατάγραφος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.