αμυχή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αμυχή οι αμυχές
      γενική της αμυχής των αμυχών
    αιτιατική την αμυχή τις αμυχές
     κλητική αμυχή αμυχές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αμυχή < αρχαία ελληνική ἀμυχή

Προφορά

ΔΦΑ : /a.miˈçi/
αμυχές στο χέρι

Ουσιαστικό

αμυχή θηλυκό


Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.