καταγραφέας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καταγραφέας οι καταγραφείς
      γενική του καταγραφέα
& καταγραφέως
των καταγραφέων
    αιτιατική τον καταγραφέα τους καταγραφείς
     κλητική καταγραφέα καταγραφείς
Κατηγορία όπως «αμφορέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καταγραφέας < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

καταγραφέας αρσενικό

  1. (επάγγελμα) αυτός που καταγράφει
  2. (ειδικότερα) όργανο που καταγράφει

Συγγενικά

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.