καταβάλλω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- καταβάλλω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική καταβάλλω < κατά (κατα- + βάλλω & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική accabler [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.taˈva.lo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τα‐βάλ‐λω
Ρήμα
καταβάλλω, πρτ.: κατέβαλλα, στ.μέλλ.: θα καταβάλω, αόρ.: κατέβαλα, παθ.φωνή: καταβάλλομαι, π.πρτ.: καταβαλλόμουν, π.αόρ.: καταβλήθηκα/κατεβλήθη3o, μτχ.π.π.: καταβλημένος/καταβεβλημένος
Συγγενικά
- ακατάβλητος
- ακαταβόλιαστος
- αντικαταβάλλω
- αντικαταβολή
- καταβεβλημένος
- καταβολάδα
- καταβολή
- καταβολιάζω
- καταβόλιασμα
- προκαταβάλλω
- προκαταβολή
- προκαταβολικός
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Μεταφράσεις
Αναφορές
- καταβάλλω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.