accabler

Γαλλικά (fr)

Ρήμα

accabler (fr)

  1. (παρωχημένο) ή (λόγιο) καταθλίβω υπό ένα φορτίο
  2. (παρωχημένο) αποτελειώνω έναν αντίπαλο
  3. φορτώνω με κάτι κοπιαστικό ή επικίνδυνο
  4. « πνίγω », « ζαλίζω » κάποιον με κάτι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.