accabler

Γαλλικά (fr)

Ρήμα
accabler (fr)
- (παρωχημένο) ή (λόγιο) καταθλίβω υπό ένα φορτίο
- (παρωχημένο) αποτελειώνω έναν αντίπαλο
- φορτώνω με κάτι κοπιαστικό ή επικίνδυνο
- « πνίγω », « ζαλίζω » κάποιον με κάτι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.