καταβάλλομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

καταβάλλομαι < παθητική φωνή του ρήματος καταβάλλω < κατά + βάλλω

Ρήμα

καταβάλλομαι

  1. ρήμα που χρησιμοποιείται συχνότερα στο τρίτο πρόσωπο ενικού και πληθυντικού και σημαίνει την κατάθεση οφειλόμενου χρηματικού ποσού ή προσπάθειας για να αρθεί μια αντιξοότητα
    "Ο μισθός του καταβλήθηκε κανονικά"
    "Καταβάλλονται πολλές προσπάθειες για τη διάσωση του πιλότου"
  2. Οταν το υποκείμενο είναι πρόσωπο, σημαίνει την αφαίρεση δυνάμεων, σηματικών ή ψυχικών. Χρησιμοποιείται όμως συνήθως η μετοχή της παθητικής φωνής (είμαι καταβεβλημένος) ή η ενεργητική φωνή (με κατέβαλε η ασθένεια). Το καταβάλλομαι σπάνια χρησιμοποιείται στο πρώτο ή δεύτερο πρόσωπο στη νεοελληνική γλώσσα, αν και μερικές φορές μπορεί κάποιος να πει
    "Νιώθω να καταβάλλομαι από τον πυρετό"
    "Σε καταλαβαίνω. Καταβάλλεσαι από όλες αυτές τις αντιξοότητες"


Συγγενικά


Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.