προκαταβάλλω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- προκαταβάλλω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή προκαταβάλλω (ρίχνω πρώτα κάτω), σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική avancer, payer d'avance. Μορφολογικά αναλύεται σε προ- + καταβάλλω < κατα- + βάλλω.
Προφορά
- ΔΦΑ : /pɾo.ka.taˈva.lo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐κα‐τα‐βάλ‐λω
Ρήμα
προκαταβάλλω, πρτ.: προκατέβαλλα, αόρ.: προκατέβαλα, παθ.φωνή: προκαταβάλλομαι, π.αόρ.: προκαταβλήθηκα, μτχ.π.π.: προκαταβεβλημένος
- καταβάλλω ένα χρηματικό ποσό εκ των προτέρων
Συγγενικά
- προκαταβολή
- προκαταβολικά (επίρρημα)
- προκαταβολικός
- προκαταβολικώς (επίρρημα)
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Πηγές
- προκαταβάλλω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- προκαταβάλλω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- προκαταβάλλω (ελληνιστική κοινή) < προ- + αρχαία ελληνική καταβάλλω < κατα- + βάλλω
- (ελληνιστική κοινή) → ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- προκαταβάλλω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.