προκαταβάλλω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

προκαταβάλλω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή προκαταβάλλω (ρίχνω πρώτα κάτω), σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική avancer, payer d'avance. Μορφολογικά αναλύεται σε προ- + καταβάλλω < κατα- + βάλλω.

Προφορά

ΔΦΑ : /pɾo.ka.taˈva.lo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προκαταβάλλω

Ρήμα

προκαταβάλλω, πρτ.: προκατέβαλλα, αόρ.: προκατέβαλα, παθ.φωνή: προκαταβάλλομαι, π.αόρ.: προκαταβλήθηκα, μτχ.π.π.: προκαταβεβλημένος

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις προ και καταβάλλω

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

προκαταβάλλω (ελληνιστική κοινή) < προ- + αρχαία ελληνική καταβάλλω < κατα- + βάλλω


Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.