αντικαταβάλλω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αντικαταβάλλω < αρχαία ελληνική ἀντικαταβάλλω
Ρήμα
αντικαταβάλλω
- πληρώνω, καταβάλλω την αξία ενός εμπορεύματος τη στιγμή που το παραλαμβάνω (δηλαδή όχι τη στιγμή που το αγοράζω)
Συγγενικά
Μεταφράσεις
αντικαταβάλλω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.