προκαταβολικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προκαταβολικός η προκαταβολική το προκαταβολικό
      γενική του προκαταβολικού της προκαταβολικής του προκαταβολικού
    αιτιατική τον προκαταβολικό την προκαταβολική το προκαταβολικό
     κλητική προκαταβολικέ προκαταβολική προκαταβολικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προκαταβολικοί οι προκαταβολικές τα προκαταβολικά
      γενική των προκαταβολικών των προκαταβολικών των προκαταβολικών
    αιτιατική τους προκαταβολικούς τις προκαταβολικές τα προκαταβολικά
     κλητική προκαταβολικοί προκαταβολικές προκαταβολικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

προκαταβολικός < προκαταβολή + -ικός

Επίθετο

προκαταβολικός

  1. που έχει σχέση με προκαταβολή ή αναφέρεται σ’ αυτή
  2. που συμβαίνει εκ των προτέρων

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.