κουράζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κουράζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κουράζω (αρχική σημασία: τιμωρώ με κούρεμα) < αρχαία ελληνική κουρά -κούρεμα

Προφορά

ΔΦΑ : /kuˈɾa.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κουράζω

Ρήμα

κουράζω, αόρ.: κούρασα, παθ.φωνή: κουράζομαι, π.αόρ.: κουράστηκα, μτχ.π.π.: κουρασμένος

  • προξενώ σε κάποιον σωματική ή ψυχική κούραση, καταπονώ
    Με κούρασε το σκάψιμο όλη μέρα.
    Με κουράζει αυτός ο άνθρωπος.

Εκφράσεις

  • μην το κουράζεις άλλο: Μην ασχολείσαι άλλο με αυτό το ζήτημα.

Συγγενικά

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Κλίση

Μεταφράσεις



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

κουράζω < αρχαία ελληνική κουρ(ά) (κούρεμα) + -άζω

Ρήμα

κουράζω

  1. τιμωρώ κάποιον κουρεύοντάς τον
  2. τιμωρώ γενικά
    δὲ τὸ εὑρῆκε ἀπὸ ἀνθρώπους, ὁ Θεὸς νὰ τὸν κουράσει! (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
  3. κουράζω, ταλαιπωρώ
  4. κάνω κάποιον καλόγερο
    Τόν ἐκούρασαν μοναχόν (και λόγια ἐκάρη μοναχός (αόριστος τους κείρω -κόβω μαλλιά και απογυμνώνω, καταστρέφω)

Σημειώσεις

  • Πήρε γρήγορα τη σημερινή σχετικά δυσάρεστη έννοια επειδή συνδέθηκε στο Βυζάντιο με το κούρεμα των μοιχαλίδων, των μοναχών και των κατάδικων

Παράγωγα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.