overwhelm

Αγγλικά (en)

Ρήμα
- καταβάλλω-διαλύω-επιβαρύνω-κυριεύω ψυχικά
- προκαλώ το δέος
- πέφτω πολύς (μη διαχειρίσιμος) για κάποιον (όντας άνθρωπος, ζώο, πράγμα ή κατάσταση)
- συνταράσσω, συνταράζω, κλονίζω, συγκλονίζω
- καταπλακώνω, θάβω, πνίγω, πλημμυρίζω, κατακλύζω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.