overwhelm

Αγγλικά (en)

Ρήμα

  1. καταβάλλω-διαλύω-επιβαρύνω-κυριεύω ψυχικά
  2. προκαλώ το δέος
  3. πέφτω πολύς (μη διαχειρίσιμος) για κάποιον (όντας άνθρωπος, ζώο, πράγμα ή κατάσταση)
  4. συνταράσσω, συνταράζω, κλονίζω, συγκλονίζω
  5. καταπλακώνω, θάβω, πνίγω, πλημμυρίζω, κατακλύζω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.