κατάφαση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κατάφαση | οι | καταφάσεις |
| γενική | της | κατάφασης* | των | καταφάσεων |
| αιτιατική | την | κατάφαση | τις | καταφάσεις |
| κλητική | κατάφαση | καταφάσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, καταφάσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κατάφαση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κατάφασις (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική affirmation)[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /kaˈta.fa.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τά‐φα‐ση
Ουσιαστικό
κατάφαση θηλυκό
- λέω «ναι», καταφάσκω
- ≈ συνώνυμα: παραδοχή, συγκατάνευση → δείτε και τις λέξεις αποδοχή, επιβεβαίωση, επιδοκιμασία και συγκατάθεση
- ≠ αντώνυμα: άρνηση
Μεταφράσεις
κατάφαση
Αναφορές
- κατάφαση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.