φάσκω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- φάσκω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φάσκω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰeh₂- (λέγω)
Ρήμα
φάσκω
- (λόγιο) λέω, υποστηρίζω, δηλώνω
- φάσκει και αντιφάσκει (αναιρεί όσα υποστηρίζει, πέφτει σε αντιφάσεις)
Μεταφράσεις
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες. Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού. |
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
Αρχικοί χρόνοι
Ρήμα που ακόμα και στα αρχαία ελληνικά ήταν δόκιμο σε λίγους μόνον τύπους και το οποίο αλληλοσυμπληρωνόταν με το ρήμα φημί: από τον ενεστώτα ήταν δόκιμη η υποτακτική φάσκω, η ευκτική φάσκοιμι, το απαρέμφατο φάσκειν και η μετοχή φάσκων, φάσκουσα, φάσκον. Από τους άλλους χρόνους δόκιμος μόνον ο παρατατικός: ἔφασκον
Συγγενικά
- ἡ φάσις, αλλά με την έννοια του ισχυρισμού και όχι της ομώνυμης λέξης φάσις που είναι ομόρριζη του φαίνω και σημαίνει φανέρωση ή καταγγελία
Πηγές
- φάσκω - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- φάσκω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φάσκω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.