κατάφασις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | κατάφασῐς | αἱ | καταφάσεις |
| γενική | τῆς | καταφάσεως | τῶν | καταφάσεων |
| δοτική | τῇ | καταφάσει | ταῖς | καταφάσεσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | κατάφασῐν | τὰς | καταφάσεις |
| κλητική ὦ! | κατάφασῐ | καταφάσεις | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καταφάσει | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | καταφασέοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κατάφασις < κατά- + φᾰ-, μεταπτωτική βαθμίδα *bʰh₂- του θέματος για την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰeh₂- (με δύο σημασίες). Για τις δύο σημασίες και τις αντίστοιχες ετυμολογικές οικογένειες → δείτε τη λέξη φάσις. To συγγενικό καταφάσκω ανήκει στην οικογένεια του φημί.
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: κατάφαση
Ουσιαστικό
κατάφασις, -εως θηλυκό
Πηγές
- κατάφασις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.