κατάστασις

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

κατάστασις < αρχαία ελληνική κατάστασις

Ουσιαστικό

κατάστασις θηλυκό

  1. εγκατάσταση, τοποθέτηση κάποιυ σε αξίωμα
  2. κατάσταση ψυχική, οικονομική κ.λπ.
  3. εμφάνιση, μορφή
  4. καταστάσεις: δουλειές, ασχολίες
  5. συνθήκη ειρήνης, ανακωχή, συμφωνία

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κατάστασῐς αἱ καταστάσεις
      γενική τῆς καταστάσεως τῶν καταστάσεων
      δοτική τῇ καταστάσει ταῖς καταστάσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν κατάστασῐν τὰς καταστάσεις
     κλητική ! κατάστασῐ καταστάσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  καταστάσει
γεν-δοτ τοῖν  καταστασέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κατάστασις < καθίστημι  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

κατάστασις

  1. κατάσταση, οι συνθήκες ή ο τρόπος που υπάρχει κάποιος ή κάτι σε μία χρονική στιγμή ή περίοδο
  2. το σύνταγμα, το κατεστημένο, το καθεστώς (όχι ως κάτι αντιδραστικό, αλλά εκείνο που θεωρείται έγκυρο και έχει σταθεροποιηθεί στην εξουσία από καιρό, έχει δοκιμαστεί στην πράξη, το προγονικό)
  3. οι συνθήκες, όπως οι καιρικές
  4. η διάθεση, η στάση έναντι ενός θέματος
  5. εγκαθίδρυση
  6. διορισμός
  7. εισαγωγή, προετοιμασία, παρουσίαση πρεσβειών στην αγορά
  8. καταλάγιασμα, ηρεμία, ισορροπία

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.