εγκατάσταση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εγκατάσταση | οι | εγκαταστάσεις |
| γενική | της | εγκατάστασης* | των | εγκαταστάσεων |
| αιτιατική | την | εγκατάσταση | τις | εγκαταστάσεις |
| κλητική | εγκατάσταση | εγκαταστάσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, εγκαταστάσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εγκατάσταση < καθαρεύουσα ἐγκατάστασις < γαλλική établissement, installation
- (όρος πληροφορικής) < (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική installation[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /eŋ.gaˈta.sta.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐γκα‐τά‐στα‐ση
Ουσιαστικό
εγκατάσταση θηλυκό
- η ενέργεια του ρήματος εγκαθιστώ
- η απόκτηση μόνιμης διαμονής-κατοικίας σε έναν τόπο
- σύνολο κτηριακών και μηχανολογικών υποδομών
- (πληροφορική) η μεταφορά αρχείων ενός προγράμματος σε υπολογιστή με βάση συγκεκριμένες οδηγίες
- (τέχνη) έργο τέχνης το οποίο ενσωματώνει οποιοδήποτε μέσο, συμπεριλαμβανομένων των φυσικών χαρακτηριστικών του χώρου, για να δημιουργήσει μια εννοιολογική εμπειρία σε ένα συγκεκριμένο περιβάλλον
Πολυλεκτικοί όροι
- (πληροφορική) καθαρή εγκατάσταση
Μεταφράσεις
εγκατάσταση
|
Αναφορές
- εγκατάσταση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.