εγκατάσταση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εγκατάσταση οι εγκαταστάσεις
      γενική της εγκατάστασης* των εγκαταστάσεων
    αιτιατική την εγκατάσταση τις εγκαταστάσεις
     κλητική εγκατάσταση εγκαταστάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εγκαταστάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εγκατάσταση < καθαρεύουσα ἐγκατάστασις < γαλλική établissement, installation
(όρος πληροφορικής) < (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική installation[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /eŋ.gaˈta.sta.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εγκατάσταση

Ουσιαστικό

εγκατάσταση θηλυκό

  1. η ενέργεια του ρήματος εγκαθιστώ
  2. η απόκτηση μόνιμης διαμονής-κατοικίας σε έναν τόπο
  3. σύνολο κτηριακών και μηχανολογικών υποδομών
  4. (πληροφορική) η μεταφορά αρχείων ενός προγράμματος σε υπολογιστή με βάση συγκεκριμένες οδηγίες
  5. (τέχνη) έργο τέχνης το οποίο ενσωματώνει οποιοδήποτε μέσο, συμπεριλαμβανομένων των φυσικών χαρακτηριστικών του χώρου, για να δημιουργήσει μια εννοιολογική εμπειρία σε ένα συγκεκριμένο περιβάλλον

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.