διορισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | διορισμός | οι | διορισμοί |
| γενική | του | διορισμού | των | διορισμών |
| αιτιατική | τον | διορισμό | τους | διορισμούς |
| κλητική | διορισμέ | διορισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- διορισμός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διορισμός[1] < διορίζω
Προφορά
- ΔΦΑ : /ði.o.ɾiˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐ο‐ρι‐σμός
Ουσιαστικό
διορισμός αρσενικό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του διορίζω
- ↪η κυβέρνηση ανακοίνωσε την πραγματοποίηση διορισμών στο δημόσιο
Μεταφράσεις
διορισμός
Αναφορές
- διορισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.