διορισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο διορισμός οι διορισμοί
      γενική του διορισμού των διορισμών
    αιτιατική τον διορισμό τους διορισμούς
     κλητική διορισμέ διορισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διορισμός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διορισμός[1] < διορίζω

Προφορά

ΔΦΑ : /ði.o.ɾiˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: διορισμός

Ουσιαστικό

διορισμός αρσενικό

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.