κατάσκοπος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | κατάσκοπος | οι | κατάσκοποι |
| γενική | του/της του |
κατασκόπου κατάσκοπου |
των | κατασκόπων |
| αιτιατική | τον/την | κατάσκοπο | τους/τις τους |
κατασκόπους κατάσκοπους |
| κλητική | κατάσκοπε | κατάσκοποι | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, μόνον για το αρσενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «κάτοικος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κατάσκοπος < αρχαία ελληνική κατάσκοπος < κατά + σκοπός
Ουσιαστικό
κατάσκοπος αρσενικό ή θηλυκό
- που κατασκοπεύει εις βάρος μιας χώρας ή εταιρίας, προς όφελος μιας άλλης
- που παρακολουθεί κάποιον κρυφά
- δόλιος παρεισφρέων που καταγράφει τεκταινόμενα, περιστατικά, δεδομένα, αρχεία κ.α.
Συγγενικά
- ακατασκόπευτος
- αλληλοκατασκοπεύομαι
- αλληλοκατασκοπευόμενος
- αντικατασκοπεία / αντικατασκοπία
- αντικατασκοπευτικά
- αντικατασκοπευτικός
- αντικατασκοπευτικώς
- αντικατασκοπεύω
- αντικατάσκοπος
- αρχικατάσκοπος
- κατασκοπεία
- κατασκοπευμένος
- κατασκόπευση
- κατασκοπευτικά
- κατασκοπευτικός
- κατασκοπευτικώς
- κατασκοπεύω
- κατασκοπικός
- → δείτε τις λέξεις κατά και σκοπός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.