κατασκοπευτικά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
κατασκοπευτικά < κατασκοπευτικός + -ά
Μεταφράσεις
κατασκοπευτικά
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
κατασκοπευτικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κατασκοπευτικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.