αντικατασκοπία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αντικατασκοπία | οι | αντικατασκοπίες |
| γενική | της | αντικατασκοπίας | των | αντικατασκοπιών |
| αιτιατική | την | αντικατασκοπία | τις | αντικατασκοπίες |
| κλητική | αντικατασκοπία | αντικατασκοπίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αντικατασκοπία < αντικατάσκοπος + -ία ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική contre-espionnage)
Ουσιαστικό
- οι ενέργειες που γίνονται και τα μέτρα που λαμβάνονται για να αντιμετωπιστεί η κατασκοπευτική δραστηριότητα μιας ξένης χώρας καθώς και (συνεκδοχικά) η σχετική υπηρεσία
Συγγενικά
- αντικατασκοπευτικός
- αντικατασκοπικός
- αντικατάσκοπος
- → δείτε τις λέξεις αντί και κατάσκοπος
Μεταφράσεις
αντικατασκοπία
|
- αντικατασκοπία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.