infiltrator

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

infiltrator (en)

  • ο παρεισφρέων
    • κάποιος που διεισδύει με ψεύτικη ταυτότητα σε μια οργάνωση, πχ ένας μυστικός αστυνομικός· χαφιές
      • τρομοκράτης που εισήλθε σε χώρα χωρίς να καταγραφεί ή καταγράφηκε ως μετανάστης με πλαστά στοιχεία, δεν έχει πρόθεση να ενταχθεί στην κοινωνία αλλά να προκαλέσει φονικά τρομοκρατικά χτυπήματα και συχνά κι άλλους συσχετισμένους φόνους πριν ή μετά από αυτά
        • Three Green Berets killed by ISIS infiltrator after CIA ignored warnings | SOFREP - SOFREP.com
        • The ISIS Migrant Infiltrator Theory Doesn't Match Up With What We Know About ISIS – ThinkProgress
        • Meet The Special ISIS 'Infiltrators,' The Terror Group's 'Deadliest Weapon' - The Daily Caller
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.