κατασκοπευμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κατασκοπευμένος | η | κατασκοπευμένη | το | κατασκοπευμένο |
| γενική | του | κατασκοπευμένου | της | κατασκοπευμένης | του | κατασκοπευμένου |
| αιτιατική | τον | κατασκοπευμένο | την | κατασκοπευμένη | το | κατασκοπευμένο |
| κλητική | κατασκοπευμένε | κατασκοπευμένη | κατασκοπευμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κατασκοπευμένοι | οι | κατασκοπευμένες | τα | κατασκοπευμένα |
| γενική | των | κατασκοπευμένων | των | κατασκοπευμένων | των | κατασκοπευμένων |
| αιτιατική | τους | κατασκοπευμένους | τις | κατασκοπευμένες | τα | κατασκοπευμένα |
| κλητική | κατασκοπευμένοι | κατασκοπευμένες | κατασκοπευμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κατασκοπευμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος κατασκοπεύω
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
κατασκοπευμένος
|
|
Αναφορές
- κατασκοπευμένος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.