κατασκοπευμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κατασκοπευμένος η κατασκοπευμένη το κατασκοπευμένο
      γενική του κατασκοπευμένου της κατασκοπευμένης του κατασκοπευμένου
    αιτιατική τον κατασκοπευμένο την κατασκοπευμένη το κατασκοπευμένο
     κλητική κατασκοπευμένε κατασκοπευμένη κατασκοπευμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κατασκοπευμένοι οι κατασκοπευμένες τα κατασκοπευμένα
      γενική των κατασκοπευμένων των κατασκοπευμένων των κατασκοπευμένων
    αιτιατική τους κατασκοπευμένους τις κατασκοπευμένες τα κατασκοπευμένα
     κλητική κατασκοπευμένοι κατασκοπευμένες κατασκοπευμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κατασκοπευμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος κατασκοπεύω

Επίθετο

κατασκοπευμένος[1]

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. κατασκοπευμένος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.