ακατασκόπευτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ακατασκόπευτος | η | ακατασκόπευτη | το | ακατασκόπευτο |
| γενική | του | ακατασκόπευτου | της | ακατασκόπευτης | του | ακατασκόπευτου |
| αιτιατική | τον | ακατασκόπευτο | την | ακατασκόπευτη | το | ακατασκόπευτο |
| κλητική | ακατασκόπευτε | ακατασκόπευτη | ακατασκόπευτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ακατασκόπευτοι | οι | ακατασκόπευτες | τα | ακατασκόπευτα |
| γενική | των | ακατασκόπευτων | των | ακατασκόπευτων | των | ακατασκόπευτων |
| αιτιατική | τους | ακατασκόπευτους | τις | ακατασκόπευτες | τα | ακατασκόπευτα |
| κλητική | ακατασκόπευτοι | ακατασκόπευτες | ακατασκόπευτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ακατασκόπευτος < α- + κατασκοπεύω + -τος
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
ακατασκόπευτος
|
|
Αναφορές
- ακατασκόπευτος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.