αντικατασκοπευτικώς

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αντικατασκοπευτικώς < αντικατασκοπευτικός + -ώς

Επίρρημα

αντικατασκοπευτικώς[1]

  • με αντικατασκοπευτικό τρόπο

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. αντικατασκοπευτικώς - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.