κατασκοπικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κατασκοπικός η κατασκοπική το κατασκοπικό
      γενική του κατασκοπικού της κατασκοπικής του κατασκοπικού
    αιτιατική τον κατασκοπικό την κατασκοπική το κατασκοπικό
     κλητική κατασκοπικέ κατασκοπική κατασκοπικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κατασκοπικοί οι κατασκοπικές τα κατασκοπικά
      γενική των κατασκοπικών των κατασκοπικών των κατασκοπικών
    αιτιατική τους κατασκοπικούς τις κατασκοπικές τα κατασκοπικά
     κλητική κατασκοπικοί κατασκοπικές κατασκοπικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κατασκοπικός < κατάσκοπος + -ικός

Επίθετο

κατασκοπικός

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.