καταλογή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | καταλογή | οι | καταλογές |
| γενική | της | καταλογής | των | καταλογών |
| αιτιατική | την | καταλογή | τις | καταλογές |
| κλητική | καταλογή | καταλογές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καταλογή < ελληνιστική κοινή καταλογή
Ουσιαστικό
καταλογή θηλυκό
- (λογοτεχνικό) ποίημα της δημοτικής παράδοσης που δεν τραγουδιέται αλλά απαγγέλλεται
Μεταφράσεις
καταλογή
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.