λίστα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | λίστα | οι | λίστες |
| γενική | της | λίστας | των | (λιστών) |
| αιτιατική | τη | λίστα | τις | λίστες |
| κλητική | λίστα | λίστες | ||
| Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- λίστα < (άμεσο δάνειο) ιταλική lista
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈli.sta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λί‐στα
Ουσιαστικό
λίστα θηλυκό
- καταγραφή λέξεων που ανήκουν σε κάποια ομάδα, συνήθως — αλλά όχι πάντα — με ορισμένη σειρά
- (προγραμματισμός) δομή δεδομένων, η οποία περιέχει στοιχεία σε σειρά που μπορεί να μεταβληθεί, όπως και να προσθαφαιρεθούν στοιχεία
- Δείτε επίσης: Λίστα (αφηρημένος τύπος δεδομένων) στην Βικιπαίδεια
Πολυλεκτικοί όροι
Εκφράσεις
Μεταφράσεις
κατάλογος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.