inventory

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

inventory (en)

  1. απογράφημα (τεύχος), τα πρακτικά απογραφής, κατάλογος
  2. απογραφή, καταγραφή των διαθέσιμων εμπορευμάτων, αγαθών, ειδών κλπ

Ρήμα

inventory (en)

  • απογράφω τα διαθέσιμα εμπορεύματα σε κατάστημα ή επιχείρηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.