τιμοκατάλογος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | τιμοκατάλογος | οι | τιμοκατάλογοι |
| γενική | του | τιμοκαταλόγου & τιμοκατάλογου |
των | τιμοκαταλόγων |
| αιτιατική | τον | τιμοκατάλογο | τους | τιμοκαταλόγους & τιμοκατάλογους |
| κλητική | τιμοκατάλογε | τιμοκατάλογοι | ||
| Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.