ατμόπλοιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ατμόπλοιο | τα | ατμόπλοια |
| γενική | του | ατμόπλοιου & ατμοπλοίου |
των | ατμόπλοιων & ατμοπλοίων |
| αιτιατική | το | ατμόπλοιο | τα | ατμόπλοια |
| κλητική | ατμόπλοιο | ατμόπλοια | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
.jpg.webp)
νορβηγικό ατμόπλοιο (1886)
Ετυμολογία
- ατμόπλοιο < ατμό- + πλοῖο(ν), μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική steamship[1]
Ουσιαστικό
ατμόπλοιο ουδέτερο
Συγγενικά
Μεταφράσεις
Αναφορές
- ατμόπλοιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.