καρβουνιάρηδες

Ελληνικά (el)

Κλιτή μορφή ουσιαστικού

καρβουνιάρηδες

  1. καρβουνιάρης, στην ονομαστική του πληθυντικού
  2. καρβουνιάρης, στην αιτιατική του πληθυντικού
  3. καρβουνιάρης, στην κλητική του πληθυντικού
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.