καρβουνιάρισσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καρβουνιάρισσα οι καρβουνιάρισσες
      γενική της καρβουνιάρισσας των καρβουνιαρισσών
    αιτιατική την καρβουνιάρισσα τις καρβουνιάρισσες
     κλητική καρβουνιάρισσα καρβουνιάρισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καρβουνιάρισσα < καρβουνιάρης + κατάληξη θηλυκού -ισσα

Ουσιαστικό

καρβουνιάρισσα θηλυκό

(επάγγελμα)  δείτε τη λέξη καρβουνιάρης

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.