κατασκευαστής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κατασκευαστής οι κατασκευαστές
      γενική του κατασκευαστή των κατασκευαστών
    αιτιατική τον κατασκευαστή τους κατασκευαστές
     κλητική κατασκευαστή κατασκευαστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κατασκευαστής < ελληνιστική κοινή κατασκευαστής < αρχαία ελληνική κατασκευάζω

Ουσιαστικό

κατασκευαστής αρσενικό (θηλυκό κατασκευάστρια)

  1. (επάγγελμα) αυτός που κατασκευάζει κάτι
  2. (αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός) η μέθοδος κατασκευαστής

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.