κανόνισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κανόνισμα | τα | κανονίσματα |
| γενική | του | κανονίσματος | των | κανονισμάτων |
| αιτιατική | το | κανόνισμα | τα | κανονίσματα |
| κλητική | κανόνισμα | κανονίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /kaˈno.ni.zma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐νό‐νι‐σμα
Συνώνυμα
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | κανόνισμᾰ | τὰ | κανονίσμᾰτᾰ | ||||
| γενική | τοῦ | κανονίσμᾰτος | τῶν | κανονισμᾰ́των | ||||
| δοτική | τῷ | κανονίσμᾰτῐ | τοῖς | κανονίσμᾰσῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὸ | κανόνισμᾰ | τὰ | κανονίσμᾰτᾰ | ||||
| κλητική ὦ! | κανόνισμᾰ | κανονίσμᾰτᾰ | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κανονίσμᾰτε | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | κανονισμᾰ́τοιν | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- κανόνισμα (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική κανονίζω, κανονισ- + -μα
Ουσιαστικό
κανόνισμα ουδέτερο
- (ελληνιστική κοινή) ο χάρακας
- (ελληνιστική κοινή, γραμματική) γραμματικός κανόνας
Πηγές
- κανόνισμα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κανόνισμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.