κανόνισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κανόνισμα τα κανονίσματα
      γενική του κανονίσματος των κανονισμάτων
    αιτιατική το κανόνισμα τα κανονίσματα
     κλητική κανόνισμα κανονίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κανόνισμα < κανονίζω, κανονισ- + -μα. Διαφορετικό το ελληνιστικό κανόνισμα.

Προφορά

ΔΦΑ : /kaˈno.ni.zma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κανόνισμα

Ουσιαστικό

κανόνισμα ουδέτερο

Συνώνυμα

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ κανόνισμᾰ τὰ κανονίσμᾰτ
      γενική τοῦ κανονίσμᾰτος τῶν κανονισμᾰ́των
      δοτική τῷ κανονίσμᾰτ τοῖς κανονίσμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ κανόνισμᾰ τὰ κανονίσμᾰτ
     κλητική ! κανόνισμᾰ κανονίσμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κανονίσμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  κανονισμᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κανόνισμα (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική κανονίζω, κανονισ- + -μα

Ουσιαστικό

κανόνισμα ουδέτερο

  1. (ελληνιστική κοινή) ο χάρακας
  2. (ελληνιστική κοινή, γραμματική) γραμματικός κανόνας

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις κανών και κάννα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.