κανονίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κανονίζω < κανόνας + -ίζω

Ρήμα

κανονίζω, πρτ.: κανόνιζα, στ.μέλλ.: θα κανονίσω, αόρ.: κανόνισα, παθ.φωνή: κανονίζομαι, μτχ.π.π.: κανονισμένος

  1. προγραμματίζω μια μελλοντική ενέργεια, συχνά μαζί με άλλους
    πότε θα κανονίσουμε να βρεθούμε;
  2. τιμωρώ ή συνετίζω κάποιον
    θα τον κανονίσω εγώ που τόλμησε να μου μιλήσει έτσι

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.