κανονίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κανονίζω < κανόνας + -ίζω
Ρήμα
κανονίζω, πρτ.: κανόνιζα, στ.μέλλ.: θα κανονίσω, αόρ.: κανόνισα, παθ.φωνή: κανονίζομαι, μτχ.π.π.: κανονισμένος
- προγραμματίζω μια μελλοντική ενέργεια, συχνά μαζί με άλλους
- πότε θα κανονίσουμε να βρεθούμε;
- τιμωρώ ή συνετίζω κάποιον
- θα τον κανονίσω εγώ που τόλμησε να μου μιλήσει έτσι
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | κανονίζω | κανόνιζα | θα κανονίζω | να κανονίζω | κανονίζοντας | |
| β' ενικ. | κανονίζεις | κανόνιζες | θα κανονίζεις | να κανονίζεις | κανόνιζε | |
| γ' ενικ. | κανονίζει | κανόνιζε | θα κανονίζει | να κανονίζει | ||
| α' πληθ. | κανονίζουμε | κανονίζαμε | θα κανονίζουμε | να κανονίζουμε | ||
| β' πληθ. | κανονίζετε | κανονίζατε | θα κανονίζετε | να κανονίζετε | κανονίζετε | |
| γ' πληθ. | κανονίζουν(ε) | κανόνιζαν κανονίζαν(ε) |
θα κανονίζουν(ε) | να κανονίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | κανόνισα | θα κανονίσω | να κανονίσω | κανονίσει | ||
| β' ενικ. | κανόνισες | θα κανονίσεις | να κανονίσεις | κανόνισε | ||
| γ' ενικ. | κανόνισε | θα κανονίσει | να κανονίσει | |||
| α' πληθ. | κανονίσαμε | θα κανονίσουμε | να κανονίσουμε | |||
| β' πληθ. | κανονίσατε | θα κανονίσετε | να κανονίσετε | κανονίστε | ||
| γ' πληθ. | κανόνισαν κανονίσαν(ε) |
θα κανονίσουν(ε) | να κανονίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω κανονίσει | είχα κανονίσει | θα έχω κανονίσει | να έχω κανονίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις κανονίσει | είχες κανονίσει | θα έχεις κανονίσει | να έχεις κανονίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει κανονίσει | είχε κανονίσει | θα έχει κανονίσει | να έχει κανονίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε κανονίσει | είχαμε κανονίσει | θα έχουμε κανονίσει | να έχουμε κανονίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε κανονίσει | είχατε κανονίσει | θα έχετε κανονίσει | να έχετε κανονίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν κανονίσει | είχαν κανονίσει | θα έχουν κανονίσει | να έχουν κανονίσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.