βουτάνιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βουτάνιο τα βουτάνια
      γενική του βουτάνιου
& βουτανίου
των βουτάνιων
& βουτανίων
    αιτιατική το βουτάνιο τα βουτάνια
     κλητική βουτάνιο βουτάνια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ο χημικός τύπος του βουτανίου

Ετυμολογία

βουτάνιο < αγγλική butane < butyric < αρχαία ελληνική βούτυρον / βούτυρος (αντιδάνειο) < βοῦς + τυρός

Προφορά

ΔΦΑ : /vuˈta.ni.o/

Ουσιαστικό

βουτάνιο ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.