caminus

Λατινικά (la)

Ετυμολογία

caminus < (άμεσο δάνειο) ελληνιστική κοινή κάμινος (θηλυκό)

Ουσιαστικό

caminus αρσενικό

  1. κάμινος, καμίνι
  2. (λογοτεχνικό) σιδηρουργείο του Ηφαίστου
  3. (μεταφορικά) φωτιά, πυρ

Συγγενικά

Κλίση

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική caminus caminī
γενική caminī caminōrum
δοτική caminō caminīs
αιτιατική caminum caminōs
κλητική camine caminī
αφαιρετική caminō caminīs
(β' κλίση)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.