προπάνιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | προπάνιο | τα | προπάνια |
| γενική | του | προπανίου & προπάνιου |
των | προπανίων |
| αιτιατική | το | προπάνιο | τα | προπάνια |
| κλητική | προπάνιο | προπάνια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- προπάνιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική propane < γαλλική propionique < αρχαία ελληνική πρῶτος ή πρό + πίων
Ουσιαστικό
προπάνιο ουδέτερο
- (χημεία) αλειφατικός υδρογονάνθρακας (C₃H₈) συστατικό του φυσικού αερίου
-
προπάνιο στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.