φλόγιστρο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | φλόγιστρο | τα | φλόγιστρα |
| γενική | του | φλόγιστρου & φλογίστρου |
των | φλόγιστρων & φλογίστρων |
| αιτιατική | το | φλόγιστρο | τα | φλόγιστρα |
| κλητική | φλόγιστρο | φλόγιστρα | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
φλόγιστρο ουδέτερο
- συσκευή που παράγει φλόγες για ζαχαροπλαστική, ηλεκτροσυγκολλητική και λοιπές χρήσεις
Μεταφράσεις
φλόγιστρο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.