καλικάντζαρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καλικάντζαρος οι καλικάντζαροι
      γενική του καλικάντζαρου
& καλικαντζάρου
των καλικάντζαρων
& καλικαντζάρων
    αιτιατική τον καλικάντζαρο τους καλικάντζαρους
& καλικαντζάρους
     κλητική καλικάντζαρε καλικάντζαροι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
σκίτσο καλικάντζαρου

Ετυμολογία

καλικάντζαρος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καλικάντζαρος με διάφορες υποθέσεις ετυμολόγησης

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.liˈkan.d͡za.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καλικάντζαρος

Ουσιαστικό

καλικάντζαρος αρσενικό (θηλυκό καλικαντζαρίνα, καλικαντζαρού)

  1. (λαογραφία) φανταστικός δαίμονας που θεωρείται ότι βγαίνει, ομαδικά, στην επιφάνεια της γης από τα έγκατά της τις ημέρες του Δωδεκαημέρου και προκαλεί μικροζημιές
  2. (μεταφορικά) δύσμορφος και ενοχλητικός άνθρωπος

Συνώνυμα

  • κακανθρωπίσματα
  • καλιβρούσηδες
  • καλιοντζής, καλλιοντζής
  • καλιτσάγγαρος, καλλιτσάγγαρος
  • καρκάντζαρος, καρκάτζαρος
  • καρκαντσέλι
  • καρτσάγγαρος
  • κατσικάς
  • κωλοβελόνης
  • παγανό
  • παρωρίτης
  • σιφώτης
  • τσιλικρωτό
  • χρυσαφέντης

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

καλικάντζαρος < διάφορες υποθέσεις ετυμολόγησης, όπως

Ουσιαστικό

καλικάντζαρος αρσενικό

Αναφορές

  1. καλικάντζαρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.