άντζα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η άντζα οι άντζες
      γενική της άντζας
    αιτιατική την άντζα τις άντζες
     κλητική άντζα άντζες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

άντζα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἄντζα / ἄτζα < ιταλική anca < δημώδης λατινική *hanca < φραγκική *hanka < πρωτογερμανική *ankō (άρθρωση), κλείδωση) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ang- (άρθρωση, κλείδωση)

Ουσιαστικό

άντζα θηλυκό

  1. (ανθρώπινο σώμα, παρωχημένο) κνήμη
  2. (ανθρώπινο σώμα, παρωχημένο) γάμπα
     δείτε και τη λέξη ατζάς

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.