τζάγγη
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- τζάγγη < (άμεσο δάνειο) λατινική zanca ή zancha ή tzanga. Η λέξη είναι παρθική ς προέλευσης
Ουσιαστικό
τζάγγη θηλυκό
- (υπόδηση) είδος παπουτσιού που χρησιμοποιούσαν οι βασιλιάδες της Περσίας και αργότερα οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες
- τζάγγα
- τζαγγίον
- τζαγή
- τζάγκη
- τζαγκίον
Συγγενικά
- σαγγάριος
- τζαγκάριος
- τσανγάριος
- τζαγγαρεῖον
- τζαγγάρης
- τζαγγαρική
- τσαγγόλουρο
Πηγές
- τζάγγη - Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
- τζάγγα - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- τζάγγη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.