καλίγιον
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | καλίγιον | τὰ | καλίγιᾰ |
| γενική | τοῦ | καλιγίου | τῶν | καλιγίων |
| δοτική | τῷ | καλιγίῳ | τοῖς | καλιγίοις |
| αιτιατική | τὸ | καλίγιον | τὰ | καλίγιᾰ |
| κλητική ὦ! | καλίγιον | καλίγιᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καλιγίω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | καλιγίοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καλίγιον < καλίγα / καλλίγα < λατινική caliga < calceus < calx < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα (s)kel- (στρογγυλός, καμπυλωτός)
Συγγενικά
- καλιγάς
- καλιγοκάρφι
- καλιγώνω
- καλίγωσις
- καλικάντζαρος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.