κακοτεχνία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κακοτεχνία | οι | κακοτεχνίες |
| γενική | της | κακοτεχνίας | των | κακοτεχνιών |
| αιτιατική | την | κακοτεχνία | τις | κακοτεχνίες |
| κλητική | κακοτεχνία | κακοτεχνίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κακοτεχνία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κακοτεχνία < αρχαία ελληνική κακοτεχνία (δόλος, αδίκημα) < κακότεχνος < (κακός) κακο- + τέχνη
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.ko.teˈxni.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐κο‐τε‐χνί‐α
Ουσιαστικό
κακοτεχνία θηλυκό
- η ιδιότητα του κακότεχνου, η έλλειψη καλού γούστου ή επιδεξιότητας κατά την κατασκευή ενός έργου
- δυσλειτουργία ή ελάττωμα που εμφανίζει μια κατασκευή
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις κακότεχνος, κακός και τέχνη
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | κακοτεχνίᾱ | αἱ | κακοτεχνίαι |
| γενική | τῆς | κακοτεχνίᾱς | τῶν | κακοτεχνιῶν |
| δοτική | τῇ | κακοτεχνίᾳ | ταῖς | κακοτεχνίαις |
| αιτιατική | τὴν | κακοτεχνίᾱν | τὰς | κακοτεχνίᾱς |
| κλητική ὦ! | κακοτεχνίᾱ | κακοτεχνίαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κακοτεχνίᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | κακοτεχνίαιν | ||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κακοτεχνία < κακότεχν(ος) + -ία < (κακός) κακο- + τέχνη
Πηγές
- κακοτεχνία - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κακοτεχνία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.