κακοτεχνία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κακοτεχνία οι κακοτεχνίες
      γενική της κακοτεχνίας των κακοτεχνιών
    αιτιατική την κακοτεχνία τις κακοτεχνίες
     κλητική κακοτεχνία κακοτεχνίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κακοτεχνία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κακοτεχνία < αρχαία ελληνική κακοτεχνία (δόλος, αδίκημα) < κακότεχνος < (κακός) κακο- + τέχνη

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.ko.teˈxni.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κακοτεχνία

Ουσιαστικό

κακοτεχνία θηλυκό

  1. η ιδιότητα του κακότεχνου, η έλλειψη καλού γούστου ή επιδεξιότητας κατά την κατασκευή ενός έργου
  2. δυσλειτουργία ή ελάττωμα που εμφανίζει μια κατασκευή

Συγγενικά

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κακοτεχνί αἱ κακοτεχνίαι
      γενική τῆς κακοτεχνίᾱς τῶν κακοτεχνιῶν
      δοτική τῇ κακοτεχνί ταῖς κακοτεχνίαις
    αιτιατική τὴν κακοτεχνίᾱν τὰς κακοτεχνίᾱς
     κλητική ! κακοτεχνί κακοτεχνίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κακοτεχνί
γεν-δοτ τοῖν  κακοτεχνίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κακοτεχνία < κακότεχν(ος) + -ία < (κακός) κακο- + τέχνη

Ουσιαστικό

κᾰκοτεχνία θηλυκό

  1. δόλος
  2. (νομικός όρος) αδίκημα
  3. (ελληνιστική κοινή) κακοτεχνία

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.