τσαπατσουλιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τσαπατσουλιά οι τσαπατσουλιές
      γενική της τσαπατσουλιάς των τσαπατσουλιών
    αιτιατική την τσαπατσουλιά τις τσαπατσουλιές
     κλητική τσαπατσουλιά τσαπατσουλιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τσαπατσουλιά < τσαπατσούλης + -ιά

Ουσιαστικό

τσαπατσουλιά θηλυκό

  1. η έλλειψη οργάνωσης
  2. δουλειά που γίνεται χωρίς φροντίδα

Συγγενικά

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.